- ἐκφύγῃς
- ἐκφεύγωaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκφυγῆς — ἐκφυγή escape fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφύγηις — ἐκφύγῃς , ἐκφεύγω aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροτομή — Σώμα που έχει κατάλληλο σχήμα, ώστε όταν βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τον αέρα να παράγει δύναμη κάθετη στην κίνηση (άντωση) πολύ μεγαλύτερη από την αντίσταση στην κίνηση. Η πτήση ενός αεροσκάφους εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση α. στις… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… … Dictionary of Greek
πτερύγιο — το / πτερύγιον, ΝΜΑ [πτέρυξ, υγος] 1. καθετί που μοιάζει στο σχήμα με μικρό φτερό (α. «το πτερύγιο τού αφτιού» β. «ζυγὰ καὶ ἄζυγα πτερύγια ἰχθύων», Αριστοτ. γ. «ὅσα δὲ δοκεῑ πόδας ἔχειν... τούτοις νεῑ καὶ τοῑς πτερυγίοις», Αριστοτ.) 2. όργανο… … Dictionary of Greek
οχετός — ο (Α ὀχετός) αυλάκι ή υπόγεια σήραγγα κατάλληλη για τη μεταφορά τού νερού από ένα σημείο σε άλλο νεοελλ. 1. υπόγειος αγωγός ή σήραγγα απαγωγής αποβλήτων 2. βόθρος 3. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που εκστομίζει ακατάσχετα βωμολοχίες αρχ. 1. δερμάτινος… … Dictionary of Greek
παρεκτρέπω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι πλαγίως ή σε άλλο μέρος, εκτρέπω από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, απομακρύνω 2. (το μέσ.) παρεκτρέπομαι μτφ. α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την ευθεία οδό, υπερβαίνω τα όρια τού πρέποντος, παραστρατώ, ζω έκλυτο βίο β)… … Dictionary of Greek